- ποιμνιοστάσιο
- τοκατάλυμα ποιμνίου, μάντρα, μαντρί, στάνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποιμνιοστάσιο — το, Ν περίφρακτος χώρος όπου σταβλίζονται τα ποίμνια, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιο + στάσιο (< στάνης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ποιμνιοστάσιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Σ.Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μαντρί — το (Μ μανδρί και μαντρί) [μάντρα] περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο μσν. 1. κοπάδι, ποίμνιο 2. οι πιστοί, ομάδα πιστών 3. ναός … Dictionary of Greek
μηλιαυθμός — μηλιαυθμός, ὁ (Α) τόπος όπου κοιμούνται τα πρόβατα, μάντρα προβάτων, ποιμνιοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατον» + ἰαυθμός «φωλιά»] … Dictionary of Greek
παραστάνη — η 1. μικρή στάνη που βρίσκεται κοντά στο κύριο ποιμνιοστάσιο 2. μικρή στάνη που βρίσκεται στην ίδια περιοχή με την κύρια στάνη, σε μέρος όμως ψηλότερο ή χαμηλότερο από αυτήν … Dictionary of Greek
στάνη — η, Ν 1. χώρος όπου οι βοσκοί εγκαθιστούν τα κοπάδια τών ζώων τους και εκτελούν, σε ιδιαίτερους χώρους, τις εργασίες για την παραγωγή τού γάλακτος και τού τυριού, αλλ. ποιμνιοστάσιο, μάντρα, στρούγκα 2. (κατ επέκτ.) απλή κτηνοτροφική μονάδα.… … Dictionary of Greek
μαντρί — το ιού 1. το ποιμνιοστάσιο, η στρούγκα: Ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατα στο μαντρί. 2. αυλή περιφραγμένη με πέτρινο τοίχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)